-
1 ἀπο-λῡμαντήρ
ἀπο-λῡμαντήρ, ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. ἀπολυμαντήρ statt des simpl. λυμαντήρ, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.
-
2 ἀνιαρός
A grievous, troublesome, annoying, of persons,πτωχὸν ἀνιηρόν Od.17.220
;ἐχθροῖς ἀνιαροί Ar. Pl. 561
, cf. Lys.25.20 ([comp] Sup.):—of animals,σχέτλια καὶ ἀ. Hdt.3.108
. Adv.ἀνιαρῶς, λέγειν S.Ant. 316
.2 mostly of things, painful, grievous,πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον Tyrt.10.4
, cf. Thgn.124;πόλλ' ἀνιηρὰ παθών Id.276
;πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀ. ἔφυ Id.472
(= Even.8); opp. ἡδύ, E.Med. 1095 (lyr.), cf.Pl.Prt. 355e;τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖς D.18.291
: [comp] Comp.ἀνιαρότερος Lys.10.28
; irreg. [comp] Comp.ἀνιηρέστερος Od.2.190
: [comp] Sup. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιαρός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий